ἦγε — ἄγω lead imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγε, ήγε, τόγε — / ὅγε, ἥγε, τόγε (Α) (η δεικτική αντωνυμία ὁ, ἡ, τό που γίνεται πιο εμφαντική με την προσθήκη τού μορίου γε και χρησιμοποιείται κυρίως για να δειχθεί και να δηλωθεί ένα πρόσωπο με πιο εκφραστικό και οριστικό τρόπο και να διακριθεί από άλλα) 1.… … Dictionary of Greek
.ηγ' — ἡγέ , ἡγός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥγ' — ἡγέ , ἡγός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦγ' — ἦγε , ἄγω lead imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγέτης — ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM ἡγέτης, δωρ. τ. ἁγέτης και ἀγέτης, θηλ. ἡγέτις, δωρ. τ. ἁγέτις) οδηγός, αρχηγός, καθοδηγητής («πολιτικοί ηγέτες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέ ομαι, ούμαι) + κατάλ. της (πρβλ. ευεργέ της, καταθέ της)] … Dictionary of Greek
League of Corinth — For the English amateur fotball league, see Corinthian League (football). Kingdom of Macedon after Philip s II death. The Corinthian League is shown in yellow. The League of Corinth, also sometimes referred to as Hellenic League (original name:… … Wikipedia
AGYLLA — Tusciae civitas, a conditore appellata. Servius. Vide Caere. Virg. Aen. l. 8. v. 478. Haud procul hinc saxô incolitur fundata vetustô Urbis Agyllinae sedes: ubi Lydia quondam Gens, bellô praelara iugis insedit Etruseis. Dionys. Halicarn. l. 3.… … Hofmann J. Lexicon universale
CEPHALENE vel CEPHALLENIA — CEPHALENE, vel CEPHALLENIA inful. maris Ionii. Plin. tradit eam quondam dictam fuisse Melaenam, l. 4. c. 12. A Cephalo Amphitryonis socio, Deionei filio, dictam volunt. Populi Cephallenes, qui Ulyssem ad bellum Troianum secuti sunt, ut videre est … Hofmann J. Lexicon universale
ηγέμαχος — ἡγέμαχος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολέμαρχος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέομαι, ούμαι) + μαχος (< μάχη), πρβλ. από μαχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
κηδεμόνας — ο, η (Α κηδεμών, όνος, ό) αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῡδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.) αρχ. (γενικά) 1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο… … Dictionary of Greek